ἀκρόπλοος

ἀκρόπλοος
ἀκρόπλοος
swimming at the top
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀκρόπλοα — ἀκρόπλοος swimming at the top neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρόπλοοι — ἀκρόπλοος swimming at the top masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόπλους — ἀκρόπλους, ουν (ασυναίρ. πλοος, πλοον) (Α) 1. αυτός που πλέει στην επιφάνεια, που περνώντας μόλις αγγίζει την επιφάνεια τού νερού 2. επιφανειακός, επιπόλαιος «νόος ἀκρόπλοος καὶ ἀβέβαιος» (Ιπποκρ. Επιστ. 18). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πλοῡς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”